- τανυφάντης
- τανῠφάντης, ου, ὁ, a kind ofA weaver, distd. fr. ποκύφος, PTeb.5.171 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τανυφάντης — ὁ, Α κατασκευαστής υφασμάτων μεγάλου μήκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. ταπιδ υφάντης] … Dictionary of Greek